- ρεβεράντζα
- ρεβερέντζα η реверанс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεβερέντζα — και ρεβεράντζα, η, Ν εθιμοτυπική υπόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. reverenza «υπόκλιση, σεβασμός» (< λατ. reverentia «σεβασμός» < reverens, entis, μτχ. τού revereor «σέβομαι»)] … Dictionary of Greek